- λιποατροφικός
- -ή, -όφρ. «λιποατροφικός διαβήτης»ιατρ. άγνωστης αιτιολογίας σύνδρομο σακχαρώδους διαβήτη ανθεκτικού στην ινσουλίνη με γενική ατροφία τού υποδόριου λίπους και με τάση για ηπατική κίρρωση, αλλ. σύνδρομο Λώρενς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoatrophic < lip(o)- (< λίπος) + -atrophic (ατροφικός)].
Dictionary of Greek. 2013.